πασπατευτά

πασπατευτά
επίρρ. τροπ., ψηλαφητά, ψαχουλευτά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πασπατευτός — ή, ό [πασπατεύω] αυτός που μπορεί να ψηλαφηθεί. επίρρ... πασπατευτά με ψηλαφητό τρόπο, ψαχτά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”